- ακκώ
- Μυθολογικό πρόσωπο. Αθηναία ή Σαμία, που έγινε παροιμιώδης για τις ανοησίες της. Ενώ κοιτούσε τον εαυτό της στον καθρέφτη, μιλούσε με την εικόνα της και έκανε διάφορες κινήσεις, που έδωσαν αφορμή για τη δημιουργία του ρήματος ακκίζομαι.
* * *ἀκκώ, η (Α)φόβητρο, «μπαμπούλας», φάντασμα.[ΕΤΥΜΟΛ. Μια από τις λέξεις που χρησιμοποιούσαν οι Αρχαίοι για να φοβίσουν τα παιδιάένα είδος «θηλυκού μπαμπούλα». Κατά τη Σούδα, η λ. Ἀκκὼ ήταν όνομα γυναίκας γνωστής για την ανοησία της, που τήν παρουσίαζαν να κουβεντιάζει με το είδωλό της στον καθρέφτη! Στον Ζηνόβιο αναφέρεται η λ. με τη σημασία «ματαιόδοξης γυναίκας». Επομένως ο όρος ἀκκώ, που χρησιμοποιούνταν, όπως και οι λ. Μορμώ*, Ἀλφιτώ *, με την έννοια τού «φόβητρου», αρχικά αναφερόταν πιθανώς σε πρόσωπο χαρακτηριστικό για τους μορφασμούς του. Έτσι εξηγείται και η σημασία τού παράγωγου ρήματος ἀκκίζομαι* «προσποιούμαι» — αρχικά το ρήμα πρέπει να σήμαινε «κάνω μορφασμούς», κατ’ επέκταση «συμπεριφέρομαι επιτηδευμένα, προσποιούμαι σεμνοτυφία, αδιαφορία» και γενικότερα «υποκρίνομαι». Η λ. ἀκκὼ είναι άγνωστης ετυμολ. Πρέπει όμως να είναι συγγενής με το σανσκριτικό akkā και το λατινικό κύριο όνομα Acca, που αναφέρεται στην Acca Lārentia, την τροφό τού Ρωμύλου και τού Ρέμου. Είναι χαρακτηριστικό το γεγονός ότι η λ. ἀκκὼ μόνο στα Ελληνικά χρησιμοποιείται με κακόσημη έννοια.ΠΑΡ. ἀκκίζομαι].
Dictionary of Greek. 2013.